- διάγλυπτος
- ος , ον резной, узорчатый; вырезанный, высеченный (на дереве, камне и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διάγλυπτος — η, ο (Α διάγλυπτος, ον) [διαγλύφω] 1. αυτός που φέρει γλυφές, διακοσμητικά σκαλίσματα 2. το ουδ. ως ουσ. το διάγλυπτον το κοσμημένο με πολλές γλυφές … Dictionary of Greek
διάγλυπτον — διάγλυπτος divided masc/fem acc sg διάγλυπτος divided neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)